- ἱματεύομαι
- ἱμᾰτ-εύομαι [pron. full] [ῑ],A to be a clothier, IGRom.4.1209 ([place name] Thyatira) (nisi leg. πραγματ-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιματεύομαι — ἱματεύομαι και ἱματιεύομαι (Α) [ιμάτιον] πωλώ ιμάτια, ρούχα … Dictionary of Greek
ιμάτιο — Το ένδυμα που φορούσαν οι αρχαίοι Έλληνες πάνω από τον χιτώνα. Το ι. ήταν ένα τετράγωνο ή ορθογώνιο κομμάτι υφάσματος, το οποίο χρησιμοποιούσαν όπως ήταν μετά την ύφανση, χωρίς να το ράψουν. Το φορούσαν συνήθως στους ώμους και κάλυπτε όλο το σώμα … Dictionary of Greek
ιματιεύομαι — ἱματιεύομαι (Α) βλ. ιματεύομαι … Dictionary of Greek